- ἐπευκτός
- -ή,-όν A 0-0-1-0-1=2 Jer 20,14; PSal 8,16longed for; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
επευκτός — ἐπευκτός, ή, όν (AM) αυτός τον οποίο αξίζει να εύχεται κανείς («ἡ ἡμέρα, ἐν ἧ ἔτεκέν με ἡ μήτηρ μου, μὴ ἔστω ἐπευκτή» θα ευχόμουν να μην ερχόταν αυτή η ημέρα που με γέννησε η μάνα μου, ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ευκτός (ρηματ. επίθ. σε τός) <… … Dictionary of Greek
ἐπευκτότατον — ἐπευκτός longed for masc acc superl sg ἐπευκτός longed for neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπευκτή — ἐπευκτός longed for fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)